ολότριχα

ολότριχα
Τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων που χαρακτηρίζεται από τις απλές βλεφαρίδες, οι οποίες, πολλές φορές, ενώνονται και σχηματίζουν κυματοειδείς μεμβράνες. Τα ο. διαιρούνται σε τέσσερις υποτάξεις: γυμνόστομα, τριχόστομα, υμενόστομα και άστομα. Σε μερικές άλλες συστηματικές κατατάξεις, τα ο. αποτελούν υφομοταξία, που διαιρείται σε εννέα τάξεις: γυμνόστομα, χοανότριχα, περίτριχα, απόστομα, άστομα πλοκομοφόρα.
* * *
τα
ζωολ. υφομοταξία βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων με ομοιόμορφη σωματική βλεφαρίδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holotricha < ολ(ο)-* + -τριχος (< θρίξ, τριχός). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • τριχόστομο — το, Ν συν. στον πληθ. τα τριχόστομα ζωολ. τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τής υφομοταξίας ολότριχα, που είναι μονοκύτταροι οργανισμοί τών οποίων ορισμένα είδη είναι παράσιτα και προκαλούν διάφορες νόσους στον άνθρωπο και στα κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”